- εχμάζω
- (ΑΜ ἐχμάζω) [έχμα]νεοελλ.ναυτ. συγκρατώ κάτι με έχμα, μποτσάρωμσν.-αρχ.κρατώ κάτι στερεά, συγκρατώ, εμποδίζω, δεσμεύω, στηρίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐχμάζω — hold fast pres subj act 1st sg ἐχμάζω hold fast pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχμάζει — ἐχμάζω hold fast pres ind mp 2nd sg ἐχμάζω hold fast pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχμάζειν — ἐχμάζω hold fast pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔχμασον — ἐχμάζω hold fast aor imperat act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχμάσαι — ἐχμά̱σᾱͅ , ἐχμάζω hold fast fut part act fem dat sg (doric) ἐχμάζω hold fast aor inf act ἐχμάσαῑ , ἐχμάζω hold fast aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έχμαση — η [εχμάζω] η στερέωση και συγκράτηση με έχμα, το μποτσάρισμα … Dictionary of Greek
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
κατεχμάζω — (Α) κρατώ δυνατά, εμποδίζω, αναχαιτίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐχμάζω «κρατώ κάτι στερεά, εμποδίζω»] … Dictionary of Greek
μποτσάρω — [μπότσος] ναυτ. δένω με μπότσο, στερεώνω, εχμάζω («μποτσάρω την άγκυρα» στερεώνω την άγκυρα στη σωστή θέση ώστε να μη μετακινείται κατά τον κυματισμό) … Dictionary of Greek